υπόκηρος

υπόκηρος
-ον, Α
1. (για μέλι) αναμεμιγμένος με κερί
2. μτφ. πολυσύνθετος, πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κηρός «κερί» (πρβλ. ἔγ-κηρος, ἐπί-κηρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”